ἐπίκουρος

ἐπίκουρος
ἐπίκουρος
helper
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἐπίκουρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • επίκουρος — η, ο 1. επικουρικός (βλ. λ.). 2. το αρσ. ως ουσ., επίκουρος βοηθός, σύμμαχος, αρωγός: Έχει επίκουρο στις προσπάθειές του τον Α …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Επίκουρος — ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος από τη Σάμο (4ος αι. π.Χ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'πίκουρος — ἐπίκουρος , ἐπίκουρος helper masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπικούρω — Ἐπίκουρος masc nom/voc/acc dual Ἐπίκουρος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικούρω — ἐπίκουρος helper masc nom/voc/acc dual ἐπίκουρος helper masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπικούροις — Ἐπίκουρος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικούροις — ἐπίκουρος helper masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπικούροισι — Ἐπίκουρος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”